- παρενεῖδον
- παρεν-εῖδον, inf. -ιδεῖν, [tense] aor. 2 with no [tense] pres. in use (cf. παρεῖδον),A take a side look at,
παρενιδών τι Ar.Lys.156
(s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρενιδών τι Ar.Lys.156
(s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρενείδον — Α (αόρ. β σε χρήση ενεστ. τού αχρ. ρ. παρενορῶ, άω) αποβλέπω κρυφά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνεῖδον, αόρ. β τοῦ ἐνορῶ] … Dictionary of Greek